λοιπαδάριον

λοιπαδάριον
λοιπαδάριον
neut nom/voc/acc sg
λοιπαδάριος
one who is in arrear with taxes
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λοιπαδάριον — λοιπαδάριον, τὸ (AM) υποκορ. τού λοιπάς* …   Dictionary of Greek

  • λοιπάς — λοιπάς, άδος, ἡ (ΑM) έλλειμμα οφειλής μετά την πληρωμή τού μεγαλύτερου ποσού, υπόλοιπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοιπός. ΠΑΡ. αρχ. λοιπάδιος αρχ. μσν. λοιπαδάριον, λοιπάζω. ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) αρχ. λοιπογραφώ. (Β συνθετικό) αρχ. υπολοιπάς] …   Dictionary of Greek

  • λοιπαδάριος — λοιπαδάριος, ὁ (Μ) [λοιπαδάριον] αυτός που καθυστερεί την πληρωμή τών φόρων τους οποίους οφείλει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”